predicate$63253$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

predicate$63253$ - translation to ελληνικό

PREDICATE THAT TAKES ONLY INDIVIDUAL(S) CONSTANTS OR VARIABLES AS ARGUMENT(S)
One-place predicate; Two-place predicate

predicate      
v. βεβαιώ, δηλώ, υποστηρίζω, καθιστώ αναγκαίο
predicative adjective         
PART OF A CLAUSE PREDICATE
Predicative adjective; Predicativo; Predicative (adjectival or nominal); Predicate adjective; Predicate nominative; Predicate nominal; Predicative case; Predicative nominal; Predicative nominative
κατηγορηματικό επίθετο

Ορισμός

predicate
v. (d; tr.) ('to base') to predicate on, upon (to predicate a theory on certain facts)

Βικιπαίδεια

First-order predicate

In mathematical logic, a first-order predicate is a predicate that takes only individual(s) constants or variables as argument(s). Compare second-order predicate and higher-order predicate.

This is not to be confused with a one-place predicate or monad, which is a predicate that takes only one argument. For example, the expression "is a planet" is a one-place predicate, while the expression "is father of" is a two-place predicate.